μεθαδόνη

μεθαδόνη
Συνθετικό ναρκωτικό της ομάδας των οπιούχων, στην οποία ανήκει η ηρωίνη και η μορφίνη. Είναι γνωστή και ως δολοφίνη και αποτελεί ψυχοτρόπο φάρμακο, καθώς επηρεάζει την αναθρώπινη συμπεριφορά. Η μ. χρησιμοποιείται για την ανακούφιση του χρόνιου πόνου σε ασθενείς που πάσχουν από καρκίνο, καθώς και ως υποκατάστατο για τον έλεγχο των συμπτωμάτων στέρησης σε ανθρώπους εθισμένους σε οπιούχα. Στη δεύτερη περίπτωση, οι υποδοχείς των οπιοειδών στον εγκέφαλο δεσμεύονται από τη μ., με αποτέλεσμα το άτομο που λαμβάνει ηρωίνη τις επόμενες 24 ώρες να μην αισθάνεται την επίδρασή της. Επίσης, επειδή η μ. σχετίζεται με λιγότερο έντονα συμπτώματα στέρησης σε σχέση με την ηρωίνη, ο ασθενής μπορεί να αποφύγει τη δυσάρεστη εμπειρία αποτοξίνωσης από την ηρωίνη. Τέλος, έχει το πλεονέκτημα ότι έχει μικρότερη επίδραση στη συμπεριφορά του χρήστη. Προσοχή χρειάζεται κατά τη χρήση της μ., επειδή ενισχύει την επίδραση του αλκοόλ και διαφόρων άλλων καταστολέων του κεντρικού νευρικού συστήματος, όπως τα αντι-ισταμινικά, τα βαρβιτουρικά και τα μυοχαλαρωτικά, τα οποία δεν θα πρέπει να λαμβάνονται το ίδιο διάστημα. Η μ. παρασκευάστηκε για πρώτη φορά από Γερμανούς επιστήμονες κατά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο, λόγω έλλειψης της μορφίνης.
* * *
η
(φαρμ.) αναλγητικό τού οποίου οι ιδιότητες είναι παρόμοιες με τις ιδιότητες τών μορφινοειδών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”